- ἐριουργικός
- ἐριουργ-ικός, ή, όν,A for wool-work, [σφόνδυλος] ib.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριουργικός — ή, ό (ΑΜ ἐριουργικός, ή, όν) [εριουργία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εριουργία, ο χρήσιμος στην εριουργία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εριουργική η εριουργία … Dictionary of Greek
ἐριουργικά — ἐριουργικός for wool work neut nom/voc/acc pl ἐριουργικά̱ , ἐριουργικός for wool work fem nom/voc/acc dual ἐριουργικά̱ , ἐριουργικός for wool work fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικόν — ἐριουργικός for wool work masc acc sg ἐριουργικός for wool work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργική — ἐριουργικός for wool work fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικῶς — ἐριουργικός for wool work adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργικῷ — ἐριουργικός for wool work masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)